- εύδρομος
- -η, -ο (ΑΜ εὔδρομος, -ον)αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εύδρομοτύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό)μσν.αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να επιτεθείμσν.-αρχ.αποτελεσματικόςαρχ.1. αυτός τον οποίο διατρέχει κάποιος εύκολα («χωρία εὔδρομα», Πολύδ.)2. ιατρ. ζωηρός, ευκίνητος («οἶνος εὔδρομον τὸ σῶμα ποιεῑ», Πλούτ.)3. εύπεπτος4. φρ. «εὔδρομος πόλις» — η πόλη στην οποία γίνονται ωραίοι περίπατοι.επίρρ...εὐδρόμως (Μ)γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.